μετρώ

μετρώ
-άω (ΑΜ μετρῶ, -έω) [μέτρον]
1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.)
2. υπολογίζω, εκτιμώ κάτι ύστερα από σκέψη, κρίνω (α. «να μετρήσεις καλά τις δυνάμεις σου και έπειτα να αποφασίσεις αν θα διαγωνιστείς» β. «πάντα μετρῶν πρὸς τὸ τῆς ἰδίας πατρίδος συμφέρον», Πολ.)
3. εκφωνώ τους αριθμούς με τη σειρά, κάνω αρίθμηση («θα μετρήσω ώς το εκατό»)
4. λογαριάζω, αριθμώ, εξακριβώνω το πλήθος ομοειδών ή ετεροειδών πραγμάτων ελέγχοντάς τα ένα προς ένα («τούς μέτρησε και έλειπαν πέντε»)
νεοελλ.
1. υπολογίζω κάτι με το μάτι, αναμετρώ με το βλέμμα, εξετάζω ερευνητικά («σε γνωρίζω από την όψη, που με βια μετράει τη γη», Σολωμ.)
2. (σχετικά με πτώση από επικλινές έδαφος ή από σκάλα) πέφτω από την κορυφή στη βάση, κατρακυλώ («αυτές τις σκάλες τίς έχω μετρήσει πολλές φορές»)
3. θεωρούμαι έγκυρος («δεν μετράει το καλάθι»)
4. υπολογίζομαι, λογαριάζομαι, έχω αξία («για μένα τα έργα μετράνε και όχι τα λόγια»)
4. μέσ. μετρούμαι και μετριέμαι και μετριώμαι και μετριούμαι
παραβάλλομαι, συγκρίνομαι με κάποιον κατά τη δύναμη ή την αξία, αντιμετριέμαι («αν τολμάς, έλα να μετρηθείς μαζί μου»)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μετρημένος, -η, -ο
έμμετρος
6. φρ. α) «μετρούνται στα δάχτυλα» ή «είναι μετρημένοι στα δάχτυλα» — είναι πολύ λίγοι, είναι ολιγάριθμοι
β) «μετρήσατε εις διαταγήν μου» — στερεότυπη φράση συναλλαγματικής
γ) «μέτρα μηλιά τα μήλα σου» — λέγεται για απειράριθμα πράγματα
δ) «κουκιά μετρημένα» — λέγεται για καθετί που υπολογίστηκε ή μπορεί να υπολογιστεί ασφαλώς
ε) «με τον ίδιο πήχυ τά μετράει όλα» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να υπολογίσουν και να συμμορφωθούν με τις ιδιαίτερες κάθε φορά συνθήκες και περιστάσεις
στ) «μετρημένα τα λόγια σου» — λέγεται ως αυστηρή σύσταση που υποδηλώνει και απειλή
ζ) «μετρημένα λόγια» — λίγα και συνετά λόγια
7. παροιμ. α) «από τα μετρημένα τρώει ο λύκος» — ο επιτήδειος και πονηρός είναι ικανός να αρπάξει ακόμη και αυτά που φυλάγονται καλά
β) «μετρημένα τα λουκάνικα κι αμέτρητες οι μέρες» — επιβάλλεται οικονομία
γ) «πέντε μέτρα κι ένα κόβε» — πριν επιχειρήσεις κάτι, σκέψου το καλά
νεοελλ.-μσν.
1. πληρώνω, καταβάλλω χρήματα
2. αποδίδω το αριθμητικό αποτέλεσμα
3. (χρον. ή τοπ.) οριοθετώ
4. υπολογίζω τον βαθμό συγγένειας
5. μοιράζω, διανέμω
6. κάνω απογραφή, καταγράφω
7. διηγούμαι, εξιστορώ ένα-ένα
8. συγκαταριθμώ, συμπεριλαμβάνω
9. αποδίδω, καταλογίζω κάτι σε κάποιον
10. σκέπτομαι, αναλογίζομαι, σχεδιάζω
11. υπολογίζω κάποιον
12. νομίζω, θεωρώ
13. περιμένω, προσδοκώ
14. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) α) αυτός που έχει καταμετρηθεί, υπολογιστεί, ορισμένος, αριθμημένος
β) ολιγάριθμος («είναι μετρημένες οι μέρες του»)
γ) αυτός που ενεργεί με σύνεση, μετριοπαθής, συγκρατημένος, συνετός, φρόνιμος
γ) (για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέτρο, όχι υπερβολικός («μετρημένα έξοδα»)
δ) ακριβολογημένος, ακριβής
ε) κανονικός, λογικός, δίκαιος
στ) (για λόγο στίχο κ.λπ.) έμμετρος
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) αυτός που έχει σωστές αναλογίες, αρμονικός
μσν.-αρχ.
υπολογίζω την ποσότητα τών συλλαβών τών στίχων, γράφω εμμέτρως
αρχ.
1. διαβαίνω, διέρχομαι, διασχίζω («πέλαγος μέγα μετρήσαντες», Ομ. Οδ.)
2. δίνω σε κάποιον κάτι ορισμένο («ἐάν ἐξ ἐπικλήρου γένηται... κρατεῑν τῶν χρημάτων, τὸν δὲ σῑτον μετρεῑν τῇ μητρί», Δημοσθ.)
3. (ενεργ. και μέσ.) δανείζω, δανείζομαι
4. μέσ. μετροῡμαι, -έομαι
α) εκτιμώ κάτι με το βλέμμα, υπολογίζω («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου», Σοφ.)
β) πουλώ κάτι με το μέτρο («περὶ τῶν μετρούντων τ' ἄλφιτ' ἐν τῇ ἀγορᾷ κακῶς», Αριστοφ.)
γ) χωρίζω, ξεχωρίζω κάτι («ἐπὶ τῆς μακρᾱς στοᾱς τὰ ἄλφιτα καθ' ἡμίεκτον μετρούμενοι», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετρώ — μετράω / μετρώ, μέτρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετρώ — μέτρησα, μετρήθηκα, μετρημένος 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση, την αξία κτλ. ενός πράγματος σε σχέση με ένα μέτρο: Μέτρησε το βάρος των εμπορευμάτων. 2. αριθμώ, απαριθμώ: Το παιδί μου έμαθε να μετρά ως το είκοσι. 3. υπολογίζω, σταθμίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετρῶ — μετρέω measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετρέω measure pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρω — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc dual μέτρον that by which anything is measured neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρῳ — μέτρον that by which anything is measured neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομομετρώ — μετρώ την ταχύτητα του πλοίου με δρομόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρωι — μέτρῳ , μέτρον that by which anything is measured neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • παραμετρώ — παραμετρῶ, έω, ΝΑ μετρώ αρχ. 1. μετρώ με βάση κάτι άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο 2. μετρώ με τη χρήση γνώμονα 3. μετρώ με ειδικό μέτρο 4. παρέχω γνώμονα για μέτρηση 5. ορίζω κατανάλωση, δαπάνη 6. παραδίδω κάτι αφού τό μετρήσω 7.… …   Dictionary of Greek

  • κοινομετρώ — κοινομετρῶ, έω (Α) πάπ. (για ιδιοκτήτη και μισθωτή) μετρώ από κοινού την παραγωγή σιταριού ή άλλων δημητριακών, για να γίνει η κατανομή τού ποσοστού που ανήκει στον καθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μετρῶ (< μετρος < μέτρον), πρβλ. δια μετρώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”